- εὐδίνητος
- εὐδῑν-ητος, ον,A easily turning,
τρύπανα AP6.205.7
(Leon.).II well-rounded, Nonn.D.6.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρύπανα AP6.205.7
(Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευδίνητος — εὐδίνητος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που περιστρέφεται, που στροβιλίζεται εύκολα («τρύπανά τ εὐδίνητα») 2. ο στρογγυλευμένος καλά («ζυγὸν εὐδίνητον», Νόνν.) μσν. αυτός που εκστομίζει προσεγμένες, ωραίες εκφράσεις («ἅπαν γὰρ εὐδίνητον εὔλαλον στόμα»).… … Dictionary of Greek
εὐδίνητος — εὐδί̱νητος , εὐδίνητος easily turning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδίνητον — εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning masc/fem acc sg εὐδί̱νητον , εὐδίνητος easily turning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευδινής — εὐδινής, ές (Α) ο ευδίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δινής (< δίνη), πρβλ. περι δινής, ταχυ δινής] … Dictionary of Greek
εὐδίνητα — εὐδί̱νητα , εὐδίνητος easily turning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)